θεομισής — θεομῑσής , θεομισής hated by the gods masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομισῆ — θεομῑσῆ , θεομισής hated by the gods neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) θεομῑσῆ , θεομισής hated by the gods masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) θεομῑσῆ , θεομισής hated by the gods masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԱՍՏՈՒԱԾԱՏԵԱՑ — (եցի, ցաց կամ ցից.) NBH 1 0329 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 12c, 13c ա. Ատելի Աստուծոյ, կամ ատեցօղ Աստուծոյ. որպէս θεομισής qui deum odit մանաւանդ θεομισής, θεομίσιτος, θεοστυγής deo odiosus, vel invisus *Զայսպիսիս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
θεομισεῖ — θεομῑσεῖ , θεομισής hated by the gods masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θεομῑσεῖ , θεομισής hated by the gods masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομισεῖς — θεομῑσεῖς , θεομισής hated by the gods masc/fem acc pl θεομῑσεῖς , θεομισής hated by the gods masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομισές — θεομῑσές , θεομισής hated by the gods masc/fem voc sg θεομῑσές , θεομισής hated by the gods neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομισέστατον — θεομῑσέστατον , θεομισής hated by the gods masc acc superl sg θεομῑσέστατον , θεομισής hated by the gods neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
богоненавистьникъ — БОГОНЕНАВИСТЬНИК|Ъ (2*), А с. 1.Ненавидящий бога, противник бога: и нынѣ б҃оненавистьници не соу(т), ˫ако и не быша были. (οἱ ϑεομισεῖς) ГА XIII XIV, 204г. 2. Ненавистный богу: и наоучивъ Ѥлиньскыхъ злыхъ и соуѥтьныхъ изискании, оутвердити… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεομίσεια — θεομίσεια, ἡ (Α) [θεομισής] το μίσος για τον θεό … Dictionary of Greek